Από την επίσκεψη του Πολιτιστικου Φυσιολατρικού Συλλόγου Δροσιάς στο Μέγαρο Τσιλλερ – Λοβέρδου στις 30/10/2022.
Το Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου είναι αστικό παλάτι που ξεκίνησε να ανεγείρεται το 1882 στην Αθήνα. Οι εργασίες ανέγερσης του Μεγάρου ολοκληρώθηκαν το 1885. Μεταξύ άλλων, περιελάμβανε αίθουσα μουσικής για λογαριασμό της συζύγου του Ερνέστου Τσίλλερ, Σοφίας Δούδου, εγνωσμένης αξίας πιανίστριας. Το Μέγαρο Τσίλλερ είναι έκτασης μεγαλύτερης των 1.000 m² σε τρία επίπεδα, ενώ διαθέτει και επιπρόσθετη έκταση της τάξεως των 573 m². Η πρόσοψή του, νεοκλασικού αρχιτεκτονικού ρυθμού, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, οκτώ ανάγλυφες προτομές καρυάτιδων, οι οποίες και στηρίζουν τα προεξέχοντα υπέρθυρα των παραθύρων του ορόφου. Εντός του κτιρίου, το δάπεδο του ισογείου είναι διακοσμημένο με μάρμαρο προερχόμενο από τον Υμηττό, ενώ ο ζωγραφικός διάκοσμος αποτελεί έργο του Σλοβένου καλλιτέχνη Γιούρι Σούμπιτς. Η παρουσία των τοιχογραφιών γίνεται ιδιαιτέρως αισθητή εντός του σαλονιού, γνωστού ως «της Πομπήιας», αποτελώντας παράδειγμα της νεοαναγεννησιακής αρχιτεκτονικής.
Εγκαταστημένος μόνιμα στην Ελλάδα από το 1868, ο Γερμανός Ερνέστος Τσίλλερ υπήρξε εκ των κυριότερων νεοκλασικών αρχιτεκτόνων στη χώρα, ο οποίος και κατέστησε το Μέγαρο ως κύρια κατοικία του, καθώς και χώρο εργασίας του. Το 1882 ο Τσίλλερ προχώρησε στην αγορά οικοπέδου σε κοντινή απόσταση του εργοταξίου ανέγερσης της Ακαδημίας Αθηνών, την επίβλεψη της οποίας είχε αναλάβει (σε σχέδια του Δανού εργοδότη του και δασκάλου του Θεόφιλου Χάνσεν), όπου και ξεκίνησε εργασίες ανέγερσης ιδιωτικού μεγάρου για λογαριασμό του ιδίου.
Οι πόροι χρηματοδότησης της συγκεκριμένης κατασκευής προήλθαν, μεταξύ άλλων, από τον βαρόνο Σίμωνα Σίνα, με τον οποίον ο Τσίλλερ διατηρούσε φιλικές σχέσεις από την εποχή κατά την οποία ο ίδιος κατοικούσε στη Βιέννη. Ο Σίνας παραχώρησε συνολικά χρηματικό ποσό της τάξεως των 20.000 δραχμών στον Τσίλλερ μέσω της διαθήκης του, χρήματα τα οποία αντιστοιχούσαν, περίπου, στο ένα τέταρτο της αξίας κατασκευής ιδιωτικού μεγάρου εντός αστικού ιστού.
Έχοντας καταστραφεί από αποτυχημένες οικονομικές επιλογές το 1900, ο Τσίλλερ υποχρεώθηκε σε πώληση της οικίας του έναντι χρηματικού ποσού της τάξεως των 150.000 δραχμών, παρά τη μετατροπή τμήματος του κτιρίου σε οικοτροφείο με απώτερο σκοπό την απολαβή επιπρόσθετων εσόδων. Τελικώς, το 1912, αγοράστηκε από τον οικονομολόγο, τραπεζίτη και συλλέκτη έργων τέχνης, Διονύσιο Λοβέρδο. Ο τελευταίος προχώρησε σε ανακατασκευή του κυρίως τμήματος του κτιρίου με αρχιτέκτονα τον Αριστοτέλη Ζάχο. Κάποιες άλλες προσθήκες αφορούν τζάκια και ξυλόγλυπτα στοιχεία, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν από τη σπουδαία λαογράφο Αγγελική Χατζημιχάλη. Έπειτα από μερικά χρόνια ο Λοβέρδος προχώρησε στην ανέγερση παρεκκλησίου εντός του κήπου του Τσίλλερ και στην ανακατασκευή του πρώην εργαστηρίου του αρχιτέκτονα με απώτερο σκοπό την έκθεση της ιδιωτικής συλλογής του η οποία αποτελείτο από, περίπου, 500 εικόνες, μια σημαντική συλλογή έργων μεταβυζαντινής τέχνης. Το 1979 το μέγαρο και η συλλογή του πατέρα τους παραχωρήθηκε από τις δύο κληρονόμους του Διονυσίου Λοβέρδου, Μαρία Λοβέρδου και Ιωάννα Βασιλιάδη, στο Ελληνικό Δημόσιο. Το 1980 το μέγαρο υπέστη καταστροφές ως αποτέλεσμα πυρκαγιάς, ενώσω φιλοξενούσε το βεστιάριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Τα αρχικά σχέδια, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 2000, προέβλεπαν την φιλοξενία εντός του χώρου συλλογής σχεδίων, χαρτών, καθώς και φωτογραφικών αρχείων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Ωστόσο, καθώς είχε υποστεί σημαντικές ζημιές από τους σεισμούς, την πυρκαγιά, τις λεηλασίες, καθώς και τη χρήση του ως τόπο τέλεσης σατανιστικών τελετών, το κτίριο παρέμεινε υπό καθεστώς εγκατάλειψης επί χρονικό διάστημα σχεδόν δύο δεκαετιών. Σημαντικές εργασίες αναστήλωσης έλαβαν χώρα μετά το 2014 με απώτερο σκοπό τη μετατροπή του σε μουσείο. Έπειτα από αναμονή χρονικού διαστήματος διάρκειας πέντε ετών και συνολικό προϋπολογισμό της τάξεως των 5.220.696 ευρώ, το Μέγαρο Τσίλλερ -Λοβέρδου άνοιξε επισήμως στο κοινό τον Μάιο του 2021 ως παράρτημα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Ως μέρος των εκθεμάτων του, φιλοξενεί μέρος των εικόνων, εικονοστασίων και ξύλινων γλυπτών της Κρητικής και της Επτανησιακής Σχολής τα οποία και αποτελούν τμήμα της Συλλογής Λοβέρδου.