6974-166-191 | Γρεβενών 9, Δροσιά, 145 72 pfsdrosias@gmail.com

Από την ανάβαση του Πολιτιστικού Φυσιολατρικού Συλλόγου Δροσιάς στον λοφο του Λυκαβηττού με το τελεφερίκ στις 30/10/2022.

Ο Λυκαβηττός είναι ένας λόφος της Αθήνας, το δεύτερο ψηλότερο σημείο της πόλης, μετά τα Τουρκοβούνια. Το ύψος του είναι 277 μέτρα από την θάλασσα, και 227 μέτρα πάνω από την πρωτεύουσα. Στην κορυφή του έχει το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, ενώ πέριξ του λόφου έχει αναπτυχθεί η ομώνυμη συνοικία. Ο λόφος διαθέτει τελεφερίκ, ή επί  το ελληνικότερον «σχοινιοκίνητο σιδηρόδρομο», που συνδέει από το 1965 το Κολωνάκι με την κορυφή του Λυκαβηττού. Επίσης έχει πυροβολείο, με ένα μικρό κανόνι, που τιμά με εικοσιένα κανονιοβολισμούς τις εθνικές επετείους  – εικοσιένα, από το έτος της Ελληνικής Επανάστασης, το 1821. Επίσης, στον Λυκαβηττό υπάρχει ένα μεγάλο καταφύγιο στα έγκατα του τεράστιου βράχου. Βρίσκεται σε βάθος 100 μέτρων κι έχει εμβαδόν 500 τετραγωνικά μέτρα. Κατασκευάστηκε το 1936 από τον Ιωάννη Μεταξά «με την προοπτική φύλαξης είτε των αρχείων του κράτους είτε “υψηλών” για το εθνικό συμφέρον προσώπων, σε έκτακτες περιπτώσεις υψηλού κινδύνου» και βρίσκεται πολύ κοντά στην εκκλησία των Αγίων Ισιδώρων. Σήμερα, ο χώρος ανήκει στην ΠΣΕΑ (Πολιτική Σχεδίαση Εκτάκτων Αναγκών) του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (πρώην Δημοσίας Τάξεως) και υπάγεται στο Αστυνομικό Τμήμα Κολωνακίου.

Η μυθολογία λέει ότι ο Λυκαβηττός δημιουργήθηκε ως εξής: Ενώ η θεά Αθηνά βρισκόταν στο δρόμο της επιστροφής από την Παλλήνη, απ’ όπου είχε ξεκολλήσει έναν μεγάλο βράχο για να προστατεύσει την Ακρόπολη, πληροφορήθηκε τη γέννηση του Ερεχθίωνα από την κόρη του Κέκροπα (κατά μία άλλη εκδοχή την πληροφορία μετέφερε ένα κοράκι, γι’ αυτό τα κοράκια μετά έγιναν μαύρα). Από την ταραχή που ένιωσε η Αθηνά στο άκουσμα του μαντάτου, ο βράχος τής έπεσε από τα χέρια και προέκυψε ο Λυκαβηττός. Υπάρχουν κι άλλες μυθολογικές εκδοχές, αλλά αυτή είναι η επικρατέστερη.

Ετυμολογικά, Λυκαβηττός είναι ο βράχος πάνω στον οποίον «βαίνει» και «άττει», δηλαδή ορμά, το φως (λυκ), τη στιγμή που ο ήλιος ανατέλλει.

Μετά την Επανάσταση του 1821 ο λόφος του Λυκαβηττού ήταν τελείως γυμνός από δέντρα και έρημος, ένας βοσκότοπος μακριά από τα λιγοστά σπίτια της Αθήνας. Ποιος θα μπορούσε σήμερα να φανταστεί ότι από τον Λυκαβηττό κατέβαινε χείμαρρος που χωριζόταν στα δύο, στις σημερινές οδούς Δημοκρίτου και Λυκαβηττού, με τα δύο αυτά τμήματά να καταλήγουν στο ποτάμι που έρρεε στην οδό Ακαδημίας, τον περιβόητο «βοϊδοπνίχτη»! Το 1831 ξεκίνησε από τους πρόποδες η συστηματική του λατόμευση. Ιδιοκτήτης του λατομείου ήταν ο Σταμάτης Κλεάνθης, ο ένας από τους δύο αρχιτέκτονες που εκπόνησαν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας. Η έκταση που είχε στην κατοχή του ο Κλεάνθης ήταν τεράστια για τα σημερινά δεδομένα και εντός αυτής έφτιαξε και το πρώτο μεγάλο λιθοτομείο που βρισκόταν κοντά στη σημερινή οδό Πανεπιστημίου. Γνώριζε ότι σε λίγο η Αθήνα θα γινόταν πρωτεύουσα της Ελλάδας και οι ανάγκες για πέτρα θα ήταν μεγάλες. Το 1834, που η Αθήνα γίνεται πρωτεύουσα, είχε μόλις 7.000 κατοίκους και περίπου 200 χτισμένα σπίτια, οπότε οι δουλειές εκτοξεύονται, με αποτέλεσμα αφενός τεράστια κέρδη και αφετέρου τη δημιουργία κι άλλων μικρότερων λατομείων γύρω από τον λόφο.

Οι δραστηριότητες της εξόρυξης πέτρας είχαν αρχίσει να παραμορφώνουν και να πληγώνουν βαθιά τον λόφο. Έτσι, το 1836 απαγορεύτηκε η λατόμευση. Τότε, ο ίδιος ο Κλεάνθης πρόσφερε ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ιδιοκτησίας του με σκοπό τη δενδροφύτευση. Το 1840, όμως, τα λατομεία λειτούργησαν ξανά, για να απαγορευτούν εκ νέου. Το 1861, λόγω των ολοένα αυξανόμενων αναγκών της πρωτεύουσας για πέτρα, δόθηκαν και πάλι άδειες, παρόλες τις  αντιδράσεις από διανοούμενους και αρχαιολόγους της εποχής. Από το 1880 έως το 1915 πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά μεγάλης έκτασης και σχεδιασμένη δενδροφύτευση στον Λυκαβηττό. Την δουλειά ανέλαβε η Φιλοδασική Ένωση, με την πριγκίπισσα Σοφία να πρωτοστατεί. Οι λατομικές δραστηριότητες καταργήθηκαν οριστικά, όμως, μόλις το 1960.

Άλλο ένα πρόβλημα για τον Λυκαβηττό ήταν η άναρχη δόμηση, που είχε αρχίσει να «τρώει» τους πρόποδες του λόφου, καθώς η πόλη διαρκώς μεγάλωνε. Ήταν η εποχή που ο Ερνέστος Τσίλερ εκπόνησε μια αρχιτεκτονική μελέτη (που παρέδωσε δωρεάν στην κυβέρνηση Τρικούπη) για την ανάδειξη του Λυκαβηττού με τον τίτλο «Αέρειον Θεραπευτήριον». Προέβλεπε τη δημιουργία πάρκου με ξενοδοχείο, καφενείο, μικρά περίπτερα, εξέδρες, κρήνες, σιντριβάνια, τεχνητούς καταρράκτες, γεφυράκια και παιδικές χαρές. Η μελέτη αυτή, δυστυχώς, δεν πραγματοποιήθηκε.

Ένας άλλος κίνδυνος εμφανίσθηκε το 1925, όταν είχε εγκριθεί σχέδιο για την ανέγερση στην κορυφή του Λυκαβηττού καζίνου, ξενοδοχείων και πολυκατοικιών. Ευτυχώς αυτό το σχέδιο – έκτρωμα αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή μετά από αντιδράσεις του Τύπου και ανθρώπων. Τελικά, αντί για όλα τα ανωτέρω, αυτό που κατασκευάστηκε στην κορυφή του λόφου, μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ήταν ένα μεγάλο φανάρι. Ήταν ο γνωστός τότε ως «Φάρος της Ειρήνης» και την ύπαρξή του οι Αθηναίοι τη χρωστούσαν στο Παγκόσμιο Συνέδριο της Ειρήνης που έγινε στην Αθήνα το 1929. Οι εφημερίδες της εποχής αναφέρουν ότι υπήρξε μεγάλη διαμάχη μεταξύ του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπανασταστίου και του δημάρχου Σπύρου Μερκούρη, γιατί ο φάρος κατανάλωνε πολύ ρεύμα! Τελικά, το 1941 καταστράφηκε από τις κατοχικές δυνάμεις των Γερμανών. Σήμερα στη θέση του υπάρχουν μεγάλα σιδερένια κιάλια, στα οποία μπορείς να ρίξεις ένα ευρώ και να χαζέψεις την Αθήνα για δύο λεπτά.

Την περίοδο του Μεσαίωνα στην κορυφή του λόφου υπήρχε ένας μικρός βυζαντινός ναός, ο οποίος κατεδαφίστηκε για να πάρει τη θέση του ο ναός του Αγίου Γεωργίου τον 18ο αιώνα. Δίπλα στην εκκλησία και σε κελί που είχε κατασκευάσει ο ίδιος μόνασε ο Εμμανουήλ Λουλουδάκης. Το μνήμα του μπορεί να το δει σήμερα κανείς ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς την εκκλησία από τη δεξιά της πλευρά. Τη δεκαετία του 1880 ο ναός ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε, ενώ λίγο αργότερα χτίστηκε ο πέτρινος εξώστης όπου βρίσκεται σήμερα το καμπαναριό και μαζεύεται ο κόσμος για να απολαύσει τη θέα.

Σε μια φυσική σπηλιά στη νοτιοδυτική πλευρά του λόφου, περίπου στη μέση, βρίσκεται η εκκλησία των Αγίων Ισιδώρων. Ο ναός που συναντάμε εκεί σήμερα είναι σχετικά καινούργιος, αφού ο παλιότερος κάηκε από αμέλεια του νεωκόρου στα τέλη του 1920. Πότε ακριβώς χτίστηκε εκεί ο αρχικός ναός δεν γνωρίζουμε, ούτε το γιατί. Στην παλιά Αθήνα ήταν γνωστός ως «Άγιος Σιδερέας». Η αρχική εκκλησία που βρισκόταν εκεί ήταν μία από τις λίγες εκκλησίες που διέθετε η Αθήνα όταν έγινε πρωτεύουσα.

Αρχές του 1960 ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την κατασκευή του θεάτρου, ενώ λίγο μετά ξεκίνησε και η κατασκευή του τελεφερίκ. Το πρώτο θέατρο στο σημείο αυτό είχε στηθεί όταν ακόμα λειτουργούσε το νταμάρι. Ήδη από το 1936 η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ) του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, με την παραίνεση της κόρης του Λουκίας Μαντζούφα (ή Λουλού), ύστερα από πρόταση του σκηνοθέτη Τάκη Μουζενίδη, ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις με επίκεντρο την αρχαία Ελλάδα για τόνωση του εθνικού φρονήματος. Η κατασκευή ήταν πρόχειρη και τότε ονομαζόταν «Θέατρο της ΕΟΝ». Με αφορμή τις παραστάσεις της ΕΟΝ χαράχτηκε ο σημερινός δρόμος που ανεβαίνουν τα αυτοκίνητα. Στο ξεκίνημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι παραστάσεις αυτές σταμάτησαν και το θέατρο έπαψε να υφίσταται, για να πάρει τη θέση του, είκοσι πέντε χρόνια μετά, το θέατρο όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Ήδη από το 1960 μπήκε ένα οριστικό τέλος στην εξόρυξη πέτρας από τον Λυκαβηττό. Τότε ήταν που ήρθε η πρώτη σοβαρή και ολοκληρωμένη πρόταση για να χρησιμοποιηθεί ο χώρος για πολιτιστικές εκδηλώσεις και να κατασκευαστεί ένα μεγάλο θέατρο. Με τον αγώνα της Άννας Συνοδινού (η οποία, έπειτα από διαγωνισμό και τη στήριξη του Γεωργίου Παπανδρέου, πήρε τη διαχείριση για 20 χρόνια) και την εργασία του σημαντικού αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου κατασκευάστηκε ένα από τα ωραιότερα θέατρα της εποχής. Ήταν μια μεταλλική, ανάλαφρη σύνθεση που βρισκόταν στο κέντρο του λατομείου, με ξύλινη επένδυση για τα καθίσματα, ώστε (συνειδητά) να μην κρύβουν τις σκαλωσιές.

Το 1970 το θέατρο υπέστη μεγάλες ζημιές από φωτιά που ξεκίνησε από τα καμαρίνια που βρίσκονταν κάτω από τις κερκίδες, με αποτέλεσμα το 1977 να παραδοθεί ανακαινισμένο με προσθήκες σε κερκίδες για μεγαλύτερη χωρητικότητα και πλαστικά καθίσματα αντί για τους ξύλινους πάγκους. Η τελευταία παρέμβαση συντήρησης έγινε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.

Στο θέατρο του Λυκαβηττού έχουν γίνει περισσότερες από 1.000 συναυλίες (χωρίς να υπολογίζουμε τις θεατρικές παραστάσεις). Κι όμως! Το 2008 έκλεισε με απόφαση του δήμου Αθηναίων, αφού κρίθηκε ακατάλληλο από πλευράς ασφάλειας, για να ανοίξει ξανά λίγα χρόνια αργότερα και να κλείσει εκ νέου. Σήμερα, ο χώρος στις εισόδους του είναι γεμάτος σκουπίδια, με εμφανή τα σημάδια εγκατάλειψης, παρότι έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο μνημείο από το υπουργείο Πολιτισμού (ΦΕΚ Β/519 της 28/05/1998) και ο ευρύτερος χώρος ως ιστορικός τόπος (2003).

Μηχανική πρόσβαση στον Λυκαβηττό θα μπορούσαμε να έχουμε εδώ και σχεδόν έναν αιώνα. Σε μελέτη του 1925 προβλεπόταν η δημιουργία σιδηροδρομικής γραμμής που θα μετατρεπόταν σε οδοντωτό με αφετηρία στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Αμερικής. Οι οικονομικές προτεραιότητες της πρωτεύουσας μετά την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων ήταν άλλες και η σύμβαση που είχε υπογραφεί για τη μεταμόρφωση του Λυκαβηττού σε χώρο αναψυχής θεωρήθηκε σκανδαλώδης, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί. Τελικά, το τελεφερίκ εγκαινιάστηκε στις 18.4.1965 από τον ΕΟΤ, στο τέρμα της οδού Πλουτάρχου, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Την πρώτη ημέρα λειτουργίας του το χρησιμοποίησαν 2.000 άνθρωποι. Το εισιτήριό του τότε κόστιζε 5 δραχμές, σήμερα κοστίζει 7 ευρώ για την απλή διαδρομή και 10 μετ’ επιστροφής. Το μήκος της διαδρομής του είναι 210 μέτρα και η κλίση του 28°. Τα βαγόνια που εξυπηρετούν το κοινό είναι δύο, χωρητικότητας 34 ατόμων το καθένα. Λειτουργεί 365 ημέρες. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο το επιλέγουν πάνω από 200.000 επισκέπτες του Λυκαβηττού.